διαβολόσπαρμα

διαβολόσπαρμα
διαβολόσπαρμα, το και διαβολόσπερμα, το
παιδί του διαβόλου, δύστροπο και ζωηρό παιδί: Δεν μπορεί να κουμαντάρει το γιο της, που είναι σωστό διαβολόσπερμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβολόσπερμα — και διαβολόσπαρμα, το 1. γόνος διαβόλου 2. ο ανόσιος 3. ζωηρό και δύστροπο παιδί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”