- διαβολόσπαρμα
- διαβολόσπαρμα, το και διαβολόσπερμα, τοπαιδί του διαβόλου, δύστροπο και ζωηρό παιδί: Δεν μπορεί να κουμαντάρει το γιο της, που είναι σωστό διαβολόσπερμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.